- ἰσχύοντος
- ἰσχύ̱οντος , ἰσχύωto be strongpres part act masc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ρωμαϊκό δίκαιο — Κατά τη στενότερη εκδοχή ο όρος «ρωμαϊκό δίκαιο» δηλώνει το νομικό σύστημα που διαπλάστηκε από την ίδρυση της Ρώμης (8ος αι. π.X.) έως το έτος 565 μ.Χ. (χρονολογία του θανάτου του Ιουστινιανού). Από άποψη γενικότερης ιστορικής σημασίας, το ρ.δ.… … Dictionary of Greek
δίκαιο — Ο όρος δ. είναι ιδιαίτερα ευρύς και χρησιμοποιείται με περισσότερες από μία σημασίες. Γενικά ο όρος δ. χρησιμοποιείται για να προσδώσει την έννοια του ορθού και του πρέποντος σε πράξεις και σε συμπεριφορές.Ως στενός νομικός όρος υπέστη εκτεταμένη … Dictionary of Greek
διάταξη — Τακτοποίηση, τοποθέτηση πραγμάτων στην κατάλληλη θέση· επίσης η συνθήκη, η συμφωνία. (Μαθημ.) Ο όρος δ. αναφέρεται στη συνδυαστική ανάλυση και ορίζεται ως εξής: έστω Α ένα σύνολο με ν στοιχεία, όπου ν φυσικός αριθμός ≥ 2 και μ φυσικός αριθμός ≤ ν … Dictionary of Greek
εδά — (Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά).Πολιτικό κόμμα της μετεμφυλιακής περιόδου. Συγκροτήθηκε το 1951 από μέλη και στελέχη της εαμικής Αριστεράς (με την πολιτική καθοδήγηση του ΚΚΕ) και αναδείχθηκε γρήγορα τρίτη πολιτική δύναμη της χώρας. Κατά τις… … Dictionary of Greek
εδαφομεταρρυθμιστές — οι όσοι επιδιώκουν τη μεταρρύθμιση τού ισχύοντος δικαίου για τη γη και ιδίως τού θεσμού τής έγγειας ιδιοκτησίας … Dictionary of Greek
ορλεανισμός — ο 1. η επιδίωξη προσώπων και κοινωνικών ομάδων, από τον 15ο ώς τον 18ο αιώνα, να καταλάβει τον θρόνο τής Γαλλίας ηγεμόνας από τον δουκικό οίκο τής Ορλεάνης 2. πολιτική κίνηση τού 18ου και 19ου αιώνα στη Γαλλία η οποία ευνοούσε τον κλάδο τής… … Dictionary of Greek
ποινή — Στο νεότερο ποινικό δίκαιο, π. είναι η στέρηση ή η μείωση ενός έννομου αγαθού, την οποία επιβάλλει το κράτος, με δικαστική απόφαση, σε ένα άτομο, επειδή διέπραξε ένα αδίκημα για το οποίο ο νόμος προβλέπει την επιβολή αυτής της στέρησης. Το πρώτο… … Dictionary of Greek
δικαιοδοτική λειτουργία — Μία από τις τρεις λειτουργίες στις οποίες εκδηλώνεται η κυριαρχία του νεότερου κράτους· συνίσταται στην αποκλειστική εξουσία εφαρμογής των νόμων σε περίπτωση παράβασης ή αμφισβήτησης, με τον τερματισμό των ερίδων μετά από αποφάσεις υποχρεωτικής… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Λατινική Νομισματική Ένωση — Διεθνής οικονομική οργάνωση. Συγκροτήθηκε στις 23 Δεκεμβρίου 1865 αρχικά από τη Γαλλία, την Ιταλία, το Βέλγιο και την Ελβετία, ενώ το 1868 προσχώρησε σε αυτήν και η Ελλάδα. Σκοπός της Λ.Ν.Ε. ήταν ο διακανονισμός του ισχύοντος νομισματικού… … Dictionary of Greek